1 δαιταλο υργία
δαιταλο υργία, ἡ, Kochkunst, Lycophr. 199.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δαιταλο υργία
2 δαιταλο υργία
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > δαιταλο υργία